- δράματ'
- δρά̱ματα , δρᾶμαdeedneut nom/voc/acc plδρά̱ματι , δρᾶμαdeedneut dat sgδρά̱ματε , δρᾶμαdeedneut nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηπατουργός — ἡπατουργός, όν (Α) (για τον Περσέα) αυτός που κόβει το ήπαρ για μαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + ουργός < έργον (πρβλ. δραματ ουργός, κερατ ουργός)] … Dictionary of Greek
θαλασσουργός — θαλασσουργός, ό (Α) αυτός που εργάζεται στη θάλασσα, ο ναυτικός ή ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + ουργός (< έργο), πρβλ. δραματ ουργός, θαυματ ουργός] … Dictionary of Greek
ιερουργός — ὁ (ΑΜ ἱερουργός, Α και δωρ. τ. ἱερωργός και επικ. τ. ἱεροεργός) (νεοελλ. μσν.) ο ιερέας που τελεί τη θεία λειτουργία ή άλλη θρησκευτική τελετή αρχ. 1. ο ιερέας που τελεί τις θυσίες 2. φρ. «ἱερουργοὶ τῆς Ἀθηνᾱς» τα μέλη θρησκευτικού σωματείου το… … Dictionary of Greek
καθίημι — καθίημι, ιων. τ. κατίημι (Α) 1. ρίχνω προς τα κάτω, αφήνω να πέσει («ἃ γὰρ καθήσειν ὅπλ ἔμελλεν ἐς ἅλα», Ευρ.) 2. αφήνω κάτι να κρέμεται, να πέφτει («καὶ πρῶτον μὲν καθῆσαν εἰς ὤμους κόμας» άφησαν τα μαλλιά τους να πέσουν στους ώμους, Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
ληστουργία — λῃστουργία, ἡ (ΑM) ληστεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + ουργία (< ουργός < ἔργον), πρβλ. δραματ ουργία, θαλασσ ουργία] … Dictionary of Greek
σωματουργός — όν, ΜΑ (για τέχνη ή επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει σώματα («τέχναι καὶ χειρουργίαι τούτων ὑπ ἀνθρώπων εὕρηνται σωματουργοί», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. δραματ ουργός] … Dictionary of Greek